- σακχαρομύκητας
- και, λόγιος τ., σακχαρομύκης, ο, Νσημαντικό, από οικονομική άποψη, γένος ασκομυκήτων που ανήκει στην οικογένεια σακχαρομυκητίδες τής τάξης σακχαρομυκητώδη, με 30 περίπου είδη τής ομάδας τών ζυμομυκήτων, πολλά από τα οποία χρησιμοποιούνται στην αρτοποιία και στην ζυθοποιία χάρη στην ικανότητά τους να προκαλούν ζυμώσεις, γι' αυτό και είναι γνωστά και ως ζύμες.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. saccharomycete (< σάκχαρο + μύκητας)].
Dictionary of Greek. 2013.